Διαβάστε αναλυτικά την ιστορία της Παλλήνης, όπως αυτή παρουσιάστηκε στο πρώτο λεύκωμα του Συλλόγου.
Ελάτε να ταξιδέψουμε μαζί σε ένα όνειρο, σε ένα παραμύθι, γιατί η ιστορία της Παλλήνης μας ξεκινάει από ένα μύθο πριν τα Ιστορικά χρόνια. Είναι γνωστή η συνήθεια των αρχαιοτάτων προγόνων μας να κατασκευάζουν μύθους, γι' αυτό και η μοναδική Ελληνική μυθολογία εμπλέκεται με θρύλους, παραδόσεις και πριν από το γραπτό λόγο. Μύθους βέβαια έφτιαχναν για αξιόλογα μέρη και η Παλλήνη από αρχαιοτάτων χρόνων ήταν αξιόλογος τόπος αφού και ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η Παλλήνη ήταν ο αρχαιότερος και αξιολογότερος δήμος της Μεσογαίας.
Πρώτος λοιπόν βασιλιάς της Παλλήνης κατά τη μυθολογία ήταν ο Παλλάς. Δεν ήταν ένας τυχαίος βασιλιάς ο Πάλλας, διότι ήταν αδελφός του πανίσχυρου Αιγέα του βασιλιά της Αθήνας και επομένως θείος του Θησέα, διάδοχου του θρόνου των Αθηνών. Όταν ο Θησέας πήγε στην Κρήτη να αντιμετωπίσει τον Μινώταυρο κανείς δεν ήλπιζε ότι θα γύριζε ζωντανός, επομένως ο Πάλλας πίστευε ότι αυτός θα ήταν ο επόμενος βασιλιάς της Αθήνας. Ο Θησέας όμως γύρισε και ο Αιγέας, από παρεξήγηση, ως γνωστόν, έπεσε στα νερά της θάλασσας και βάφτισε το Αιγαίο πέλαγος με τ' όνομά του. Ο Πάλλας που είχε πιστέψει ότι θα γινόταν βασιλιάς της Αθήνας δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα, γι' αυτό μαζί με τους πενήντα γιους του, τους Παλλαντίδες, πολέμησε τον Θησέα για να του πάρει το θρόνο, αλλά ο Θησέας τον νίκησε κι έτσι ο Πάλλας παρέμεινε άρχων της Παλλήνης, έδωσε το όνομα του στη πόλη μας κι έτσι έχουμε – Πάλλας (με δυο λάμδα) – Παλλήνη – Παλλάς Αθηνά – Ναός Παλληνίδος Αθηνάς – Παλάνα και με την παραφθορά , «Μπαλάνα». Όλα έχουν την ίδια ρίζα.
Ο συμπατριώτης μας, στρατηγός και επίτιμος πρόεδρος του Συλλόγου μας, κ. Ιωάννης Οικονόμου, έχει συγγράψει ένα αξιολογότατο ιστορικό βιβλίο, το μόνο που έχει κωδικοποιήσει την ιστορία της Παλλήνης, από αρχαιοτάτων μέχρι των τελευταίων χρόνων της. Έτσι εκεί μπορεί κανείς να βρει πολύτιμα στοιχεία για την πόλη μας με μεγάλη ακρίβεια, αφού ανατρέχει σε βιβλιογραφία 72 τουλάχιστον συγγραφέων (αρχαίων και νεωτέρων) και θεωρείται ένα επιστημονικό μοναδικό ντοκουμέντο. Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Οικονόμου για τα 5-6 χρόνια που διέθεσε με πολύ ζήλο ανατρέχοντας σε βιβλιοθήκες και άλλες πηγές, ώστε να μας προσφέρει τόσο γλαφυρά την ταυτότητα της πόλης μας.
Μετά όμως από την προϊστορία και την μυθολογία ερχόμαστε σε ιστορικά πλέον γεγονότα, που έχουν τη σφραγίδα του Ηρόδοτου και άλλων αρχαίων ιστορικών.
Η πιθανότερη θέση που ήταν κτισμένη αυτή η πόλη, ευρίσκεται δυτικότερα από τη σημερινή και θα μπορούσαμε να τη σκεφτούμε μεταξύ Μπαλάνας, Σταυρού και Κάντζας. Ο ναός της Παλληνίδος Αθηνάς εντοπίζεται από τις τελευταίες ανασκαφές της Αττικής οδού, στην περιοχή του Σταυρού και μάλιστα κοντά στην οδό Κλεισθένους. Οι αρχαιολόγοι δικαιολογούν αυτήν τη θέση, διότι αποτελεί σταυροδρόμι μεταξύ Γαργηττού, Μενιδίου, Αθηνών, Μεσογείων, καθότι η Παλλήνη πάντα αποτελεί κόμβο όλων αυτών των περιοχών και σήμερα συμβαίνει το ίδιο, γι' αυτό και ο κατακερματισμός από τους μεγάλους δρόμους. Οι ανασκαφές για τη δημιουργία της Αττικής οδού και τα συνεργεία αρχαιολόγων που ακολούθησαν, επιβεβαιώνουν την αρχαιολογική αξία της περιοχής μας με ευρήματα και κτερίσματα, καθόλο το μήκος της δυτικής σημερινής Παλλήνης, εκεί δηλαδή που πιθανολογείται η θέση της αρχαίας πόλης και εξ όσων γνωρίζουμε, τα ευρήματα αυτά συσσωρεύθηκαν κατ' αρχήν στο εργοστάσιο του Καμπά και εν συνεχεία αποθηκεύτηκαν σε αποθήκες στον Πειραιά, με άγνωστη την τύχη τους. .
Το 425 π.Χ. ο Αριστοφάνης ανέβασε την κωμωδία του «Αχαρνής». Σ' ένα χορικό του αναφέρεται και στην Παλλήνη, όπου ο χορός σε μετάφραση λέει: "Εμπρός! αυτόν τον άνθρωπο στο χέρι πια να βάλουμε κι ως την Παλλήνη ας τρέξουμε να στήσουμε παγάνα"... κλπ.
Από την Παλλήνη ασφαλώς πέρασε ο Μαραθωνοδρόμος αγγελιοφόρος, όταν από τον Μαραθώνα έτρεξε στην Αθήνα το 490π.Χ να αναγγείλει το "νενικήκαμε".
Τον φανταζόμαστε να έχει κάνει μια στάση στη μεγάλη πόλη της διαδρομής του για να πιει δροσερό νεράκι από κάποιο πηγάδι κι έτσι οι Παλληνιώτες έμαθαν πριν από τους Αθηναίους το χαρμόσυνο γεγονός, ασφαλώς πανηγύρισαν και για τους πολεμιστές της Παλλήνης, που συμμετείχαν κι αυτοί στην ιστορική μάχη. Ως γνωστό σε ανάμνηση αυτής της διαδρομής έχει καθιερωθεί σαν βασικό αθλητικό αγώνισμα ο Μαραθώνιος, που όταν γίνεται στην κλασική του διαδρομή περνούν οι αθλητές, όλου του κόσμου από την πόλη μας.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι το 1896, (πους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς αγώνες, οι κάτοικοι είχαν φτιάξει ασπίδα για να υποδεχθούν τον πρώτο Μαραθωνοδρόμο που πέρασε από την Παλλήνη.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Αμεινίας ήταν Παλληνεύς. Μεγάλη η δόξα του Αμεινία. Πρόσωπο που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480π.Χ. ήταν αυτός που πρώτος εμβόλισε περσικό πλοίο κι έτσι άρχισε εκεί ο αγώνας.
Όπως είναι γνωστό υπήρχε αντιπαράθεση μεταξύ του Αθηναίου Θεμιστοκλή και του Πελοποννήσιου Ευρυβιάδη.
Ο Θεμιστοκλής επέμενε ότι μόνο σε κλειστό χώρο, όπως τα στενά της Σαλαμίνας μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον ισχυρότερο και πολυαριθμότερο περσικό στόλο, ώστε τα μεγάλα τους πλοία να εγκλωβιστούν σε χώρο που να μην τους επιτρέπει χειρισμούς, που οι ευέλικτες ελληνικές τριήρεις θα μπορούσαν να κάνουν. Να σκεφθούμε ότι οι Πέρσες είχαν χίλια τριακόσια περίπου μεγάλα πλοία ενώ οι Έλληνες τριακόσια μικρότερα. Η αντιπαράθεση λοιπόν στην ανοικτή θάλασσα, όπως υποστήριζε ο Ευρυβιάδης και μερικοί άλλοι, μόνον καταστροφή μπορούσε να φέρει.
Ενώ λοιπόν οι διαβουλεύσεις των αρχηγών γίνονταν με μεγάλη οξύτητα, μέχρι που ο Ευρυβιάδης σήκωσε το μπαστούνι του να κτυπήσει τον Θεμιστοκλή και ακούστηκε το ιστορικό: «πάταξον μεν, άκουσον δε» ο Αμεινίας «ως ο από μηχανής θεός» επιτίθεται και εμβολίζει ένα μεγάλο Περσικό με τέτοια ορμή που ήταν αδύνατο να το αποκολλήσουν κι έτσι με ένα ρεσάλτο ο Αμεινίας με το πλήρωμα του, κατέσφαξε το πολυάριθμο πλήρωμα των Περσών. Έτσι η ναυμαχία γίνεται πια στο χώρο που είχε επιλέξει ο Θεμιστοκλής και γενικεύεται .
Ο Παλληνεύς όμως Αμεινίας δε σταματά εδώ. Μεταπηδώντας και αναλαμβάνοντας τη διοίκηση άλλου πλοίου, εφορμά κατά της Περσικής ναυαρχίδας, όπου ο στόλαρχος Αριαβίγνης, αδελφός του Ξέρξη και γλιτώνει από την καταστροφή το Θεμιστοκλή, γιατί το πλοίο του Αριαβίγνη ήταν έτοιμο να εμβολίσει την τριήρη του Έλληνα στόλαρχου. Ο Αμεινίας πέφτει με τέτοια ορμή, που ο Αριαβίγνης εκτοξεύεται στη Θάλασσα και πνίγεται. Αρχίζει έτσι ο ενθουσιασμός των Ελλήνων και ο πανικός των Περσών. Και ο Αμεινίας ακάθεκτος κυνηγά την τρομερή βασίλισσα της Αλικαρνασσού, την Αρτεμισία, που πολεμούσε καλύτερα από τους άνδρες.
Είναι γνωστό ότι η ναυμαχία έκρινε τελικά την τύχη της Ελλάδος , αλλά και της Ευρώπης, διότι το πανίσχυρο Περσικό κράτος αν περνούσε τη δυνατή τότε Ελλάδα, δεν θα αντιμετώπιζε σπουδαία αντίσταση από τους ανύπαρκτους εκείνο τον καιρό Ευρωπαίους. Η σημασία λοιπόν του εγχειρήματος του Αμεινία ήταν σπουδαία και γι' αυτό ήταν ένας από τους τρεις ήρωες που τιμήθηκαν με το αριστείο ανδρείας σ' αυτήν τη σωτηρία ναυμαχία.
Για τα αρχαιότατα ευρήματα που κατά καιρούς έχουν ανακαλυφθεί στην Παλλήνη και που αρχίζουν από τους Μυκηναϊκούς χρόνους, αλλά και για διάφορα ιστορικά γεγονότα, όπως οι μάχες του Πεισίστρατου και των παιδιών του που έγιναν στη περιοχή μας, πρέπει να αφιερώσουμε αρκετές σελίδες. Απλώς θα αναφέρουμε ότι σε ανάμνηση της νίκης του Πεισίστρατου και των Πεισιστρατίδων (Ιππίας και Ίππαρχος) πιθανολογείται ότι εστήθη ο λέων που και σήμερα μετά από δύο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια υπάρχει στην Κάντζα. Εμείς όμως κάνουμε μια απλή περίληψη, ώστε να ασχοληθούμε και με τους νεώτερους χρόνους.
Μετά λοιπόν τα ένδοξα αρχαία χρόνια, η Παλλήνη ακολούθησε την τύχη της Ελλάδος, με τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία να κατακυριεύει όλους τούς χώρους της πατρίδος μας, που βεβαία ακολουθεί το Βυζάντιο, αλλά και η κατοχή από τους Ενετούς-Φλωρεντινούς και άλλους Ιταλικούς λαούς. Η Παλλήνη την εποχή αυτή είναι σχεδόν ανύπαρκτη, έναντι των όμορων δήμων της περιοχής μας, που αποτελούν συγκροτημένα χωριά .
Αυτό όπως θα δούμε έχει την σημασία του.
Ο Κώστας Μπίρης έχει συγγράψει ένα ογκώδες βιβλίο, που ονομάζεται «ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ» (Οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού). Υπήρχε η εντύπωση ότι τους Αλβανούς τους έφεραν οι Τούρκοι στην Ελλάδα , για να επιτηρήσουν τα κατεχόμενα. Δεν είναι όμως έτσι. Τους Αλβανούς τους έφεραν οι Ενετοί , οι Φλωρεντινοί, αλλά και οι Βυζαντινοί, διότι οι Αλβανοί ήταν επαγγελματίες πολεμιστές , μισθοφόροι δηλαδή και τους έφεραν για να αστυνομεύουν τα κεκτημένα τους.
Όταν με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 οι Τούρκοι εισέβαλαν και στην υπόλοιπη Ελλάδα, αυτοί που κυρίως εμάχοντο κατά των Τούρκων εισβολέων, ήταν οι Αλβανοί, γιατί αυτοί αποτελούσαν και τον οργανωμένο στρατό. Όλα αυτά τα στρατεύματα που κατά καιρούς ήλθαν σε περιοχές της Ελλάδος, μεταξύ αυτών και στην Αττική, ή έφεραν και τις οικογένειες τους, ή δημιούργησαν εδώ οικογένειες. Ασφαλώς πήραν πολλά από τον πολιτισμό των Ελλήνων, αλλά άφησαν κι αυτοί πολλά στοιχεία, όπως τη γλώσσα τους. Η ανέχεια και η αγραμματοσύνη που επικρατούσε τότε, λόγω συνεχών αιώνων κατοχής, έκαναν πολλούς Έλληνες να χρησιμοποιούν την απλή Αλβανική γλώσσα, με κάποια παραφθορά, έναντι της γλαφυρής και με επιστημονική ακρίβεια Ελληνικής γλώσσας.
Έχουμε λοιπόν τα «Αρβανίτικα».Η Παλλήνη την εποχή αυτή σχεδόν δεν έχει κατοίκους. Τα υπόλοιπα γειτονικά χωριά, που ήταν κατοικημένα αναμείχθηκαν με τους Αλβανούς και να λοιπόν οι Αρβανίτες. Οι παλιότεροι θυμόμαστε προπολεμικά, ηλικιωμένους ομόρων δήμων που δεν μιλούσαν Ελληνικά, παρά μόνο Αρβανίτικα.
Έκτοτε η Παλλήνη λειτουργεί σαν μεγάλο τσιφλίκι.
Το πιθανότερο είναι, ότι επί τουρκοκρατίας, κάποιος Harvat μπέης κατείχε το τεράστιο τσιφλίκι της Παλλήνης και μάλιστα παίρνει και το όνομα του, γι' αυτό το χωριό το ξέρουμε σαν Χαρβάτι και ξεχνιέται το πραγματικό όνομα του Ιστορικού τόπου.
Εδώ, όμως συμβαίνουν περίεργα πράγματα. Ενώ όλοι νόμιζαν ότι με την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό, τα κτήματα θα έρχονταν οτα χέρια των Ελλήνων εργατών, που σαν σκλάβοι τα καλλιεργούσαν, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 οι ιδιοκτησίες των Τούρκων παραμένουν δικές τους για μερικά χρόνια και έτσι μπορούν να τα πουλήσουν σε μεγάλους αγοραστές. Διάφοροι αγοραστές παρήλασαν, οι οποίοι με εξευτελιστικές τιμές αγόραζαν και πουλούσαν το τσιφλίκι, με τους κολίγες μαζί.
Ιδιοκτησία λοιπόν των αφεντάδων και οι εργαζόμενοι σκλάβοι. Πολλοί όπως είπαμε οι ιδιοκτήτες που παρήλασαν. Σταματούμε όμως στον Γάλλο πρόξενο Αλέξανδρο Λουδοβίκο Ντε Ρουζού. Το 1845 ο Ρουζού έκτισε ένα λαμπρό κτίριο(στη θέση που σήμερα βρίσκεται ο Ιερός Ναός του Αγίου Τρύφωνος) και το χρησιμοποιούσε σαν κατοικία του, με πολύ προσωπικό, στάβλους, κτιστό νερόμυλο που εφοδίαζε με νερό το μέγαρο. Αυτός ο μόλος είναι σήμερα το μόνο κτίσμα που απέμεινε από τις εγκαταστάσεις του κτιρίου.
Το 1900 το κτίριο καταστράφηκε από φωτιά, που προήλθε από τα υπόγεια μαγειρεία και έκτοτε δεν επανήλθε οτην αρχική του μορφή. Εμείς οι Παλληνιώτες το θυμόμαστε ημικατεστραμμένο και το ονομάζαμε «το παλάτι» .Εκτός από το μύλο, εμείς προφτάσαμε το σπίτι του επιστάτη του κτήματος, πλησίον του υπάρχοντος ευτυχώς περιστερώνα, ένα διώροφο κτίριο που χρησιμοποιήθηκε σαν κατοικία των μετέπειτα τσιφλικάδων, αφού το παλάτι είχε καταστραφεί.
Αυτό το διώροφο κτίριο έγινε κατοικία του τελευταίου φεουδάρχη, του Καλλιφρονά, αλλά και των μετέπειτα αγοραστών, Μεϊντάνη και Τάνες.
Επίσης υπήρχαν τέσσερις σειρές ταπεινών, χαμηλών και συνεχόμενων οικισμών, όπου έμεναν οι κολίγες και στέγαζαν τη φτώχεια τους. Εν τω μεταξύ το 1874 το κτήμα αγοράζεται από τον Θεοφιλάτο, ο οποίος το κρατά τριάντα χρόνια μέχρι το θάνατο του, τιμή αγοράς διακόσιες είκοσι έξι χιλιάδες δραχμές. Μετά το Θεοφιλάτο ιδιοκτήτης είναι ο Καλλιφρονάς. Το αγόρασε το 1904 εξακόσιες πενήντα χιλιάδες δραχμές και είναι ο τελευταίος τσιφλικάς.
Οι κολίγες ήταν άνθρωποι από διάφορες περιοχές της χώρας, που κατέφευγαν για να βρουν εργασία. Γι' αυτό στην Παλλήνη υπήρχε πάντα ένα χάνι (Μοτέλ), που φιλοξενούσε τους διερχόμενους, αλλά κι αυτούς που διέμεναν πολύ λίγο εδώ. Το κτίριο αυτό είναι το σημερινό Δημοτικό Μέγαρο. Η ιδιαιτερότητα της Παλλήνης λοιπόν ήταν ,ότι σ' αυτόν τον τόπο την εποχή των Αρβανιτών δεν υπήρχαν μόνιμοι κάτοικοι, να δεχθούν τον επηρεασμό των Αλβανών, γι' αυτό και στο Χαρβάτι λίγοι μιλούσαν Αρβανίτικα κι αυτοί τα είχαν φέρει από τις πατρίδες τους, αν χρησιμοποιείτο εκεί η Αρβανίτικη γλώσσα.
Την Παλλήνη όμως, το Χαρβάτι θα λέγαμε καλύτερα, αυτήν τη εποχή συντάραξε ένα συγκλονιστικό γεγονός.
Το 1913 άρχισε να εφαρμόζεται ο νόμος 1072 για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Υπήρχαν οι λεγόμενοι κολίγες εμφυτευτές. Αυτοί λοιπόν είχαν φυτεύσει στα κτήματα του τσιφλικιού δικά τους αμπέλια, ελιές ή άλλα δένδρα και κρατούσαν ένα μέρος του καρπού, ενώ ένα άλλο μέρος παρέδιδαν στο αφενιικό. Η αναλογία ήταν 1/3 στον εμφυτευτή και 2/3 στον τσιφλικά. Οι εμφυτευτές αυτοί το 1917-1918 δημιούργησαν αμπελουργικό συνεται-ρισμό, που όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος, ήταν ο πρώτος συνεταιρισμός της Αττικής. Ο συνεταιρισμός αυτός αποτελεί τον πρώτο πυρήνα της ιδιοκτησίας .
Ο αέρας της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας άρχισε να πνέει και ξεκίνησε ο αγώνας της απαλλοτρίωσης . Ήδη και με τους αγώνες των Θεσσαλών, τις θυσίας του ΚΙΛΕΛΕΡ και ότι συνέβαινε κι εκεί, εφαίνετο ξεκάθαρα ότι το φεουδαρχικό σύστημα στην Ελλάδα κατέρρεε ολοταχώς, παραχωρώντας τη θέση του στο Καπιταλιστικό σύστημα. Έτσι το 1923, μετά από πολλές αντιπαραθέσεις με τον φεουδάρχη και σκληρές προσπάθειες επί κυβερνήσεως Ελ. Βενιζέλου , εδόθησαν στους κολίγες οι προσωρινοί τίτλοι ιδιοκτησίας. Τα οριστικά παραχωρητήρια απεκτήθησαν το 1953. Οι κληρούχοι ήταν σαράντα οκτώ φυσικά πρόσωπα και ανά έναν κλήρο πήρε η εκκλησία και το Δημοτικό Σχολείο Παλλήνης. Επίσης μικροί κλήροι των έντεκα περίπου στρεμμάτων εδόθησαν σε επαγγελματίες που ευρέθηκαν κατά την απαλλοτρίωση στην Παλλήνη ενώ οι κανονικοί κληρούχοι έλαβαν κλήρους των εκατόν εξήντα περίπου στρεμμάτων.
Όλα αυτά βεβαίως δεν έγιναν αυτομάτως βάσει του Νόμου 1072. Οι τσιφλικάδες αντέδρασαν πολύ σκληρά με όλα τα πολιτικά και κοινωνικά μέσα που τους έδινε η υψηλή κοινωνική τους θέση και μόνο η αποφασισιική θέληση του Βενιζέλου έσωσε την κατάσταση. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Καλλιφρονάς, φοβούμενος τα χειρότερα, έσπευσε να πουλήσει, ότι μπορούσε και κυρίως το εναπομένον 1/3 του τσιφλικιού, για το οποίο πρόθυμοι αγοραστές από το Λιόπεσι, τη σημερινή Παιανία, θέλησαν να αγοράσουν σε τιμή ευκαιρίας.
Η αντίδραση των κολίγων ήταν έντονη και η αντιπαράθεση έφθασε σε ένοπλη αναμέτρηση, έτσι που την άνοιξη του 1929, το Χαρβάτι θρήνησε την απώλεια δύο νέων κοριτσιών, της Ειρήνης Πράπα και της Φανής Σιδεριά. Στη θέση Χούντα της περιοχής Αγ. Αθανασίου, όπου έγινε το φονικό, οι εκσκαφές της Αττικής Οδού έφεραν στην επιφάνεια μαρμάρινη στήλη με τα ονόματα τους.
Και τα χρόνια περνούν. Μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και τους Βαλκανικούς πολέμους, όπου οι περισσότεροι από τους γονείς μας αγωνίσθηκαν για την απελευθέρωση και τον διπλασιασμό της Ελλάδος, ήλθε ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος, όπου η Παλλήνη και πάλι συνεισέφερε αίμα των παιδιών της, στον κοινό αγώνα κατά του φασισμού. Θύματα υπήρξαν στρατευμένα παιδιά αλλά και πολίτες.
Να δούμε όμως την τύχη του υπόλοιπου κτήματος του Καλλιφρονά, αυτό δηλαδή που δεν απαλλοτριώθηκε και δεν πουλήθηκε σε τρίτους. Το κομμάτι αυτό μεταβιβάσθηκε από τον Καλλιφρονά σιον Μεϊντάνη, που αρκετοί από μας τον θυμόμασιε και το 1939 από τον Μεϊντάνη στους αδερφούς Τάνες αντί πέντε εκατομμυρίων δραχμών.
Σήμερα αποτελεί την οικοδομημένη περιοχή Τάνες, που ανήκει σε πολλούς ιδιοκτήτες και είναι το νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης μας. Αυτή, αγαπητοί μου, είναι με λίγα λόγια η μεγάλη ιστορία της Παλλήνης, που ξεκινάει από τη μυθολογία και φτάνει μέχρι και τον προηγούμενο αιώνα. Όμως μετά την καταγεγραμμένη ιστορία της, εμείς οι παλαιότεροι έχουμε μνήμες, μνήμες προσωπικές, αλλά και ζωντανές ακόμη διηγήσεις των γονιών μας και αυτές γράφουν τη συνέχεια της Ισιορίας. Θυμόμαστε λοιπόν τους γονείς μας να λένε ότι το δάσος της Πεντέλης, πυκνό από πεύκα και άλλα δέντρα και θάμνους, έφτανε μέχρι την Λ. Μαραθώνος. Αργότερα κάηκε από μεγάλη φωτιά. Τους χειμωνιάτικους μήνες άκουγαν λύκους και τσακάλια να φωνάζουν, πλησιάζοντας τα λίγα σπίτια του χωριού.
Προ του πολέμου, ο μικρός και μισοκατεστραμμένος δρόμος της οδού Μαραθώνος, είχε τόσο μικρή κίνηση από αυτοκίνητα, που τα παιδιά του χωριού πήγαιναν στις δέκα το πρωί για να δούνε κάποιο αυτοκίνητο που περνούσε αυτήν την ώρα. Το είδος ήταν σπάνιο, τους έκανε εντύπωση και το θαυμάζανε.
Η απογραφή της Παλλήνης πολύ παλιά κατέγραφε είκοσι πέντε οικογένειες, άτομα εκατό. Το 1927 πεντακοσίους δύο κατοίκους, το 1951 εννιακόσιους δύο κατοίκους και το 1971 δύο χιλιάδες τετρακόσιους πενήντα περίπου.
Η εξέλιξη, όπως παντού εκάλπασε. Άλλαξε τους ρυθμούς, ζούμε μία διαφορετική εποχή και το παλιό μας χωριό ξεχνιέται. Ο Σύλλογός μας κάνει την πρόταση και μπορεί να συλλέξει παλιά αντικείμενα, έγγραφα, φωτογραφίες και στοιχεία που αξίζει να περισωθούν, όσο ακόμη η δική μας γενιά βρίσκεται κοντά σ' αυτά που φεύγουν και χάνονται. Οι γενιές που ακολουθούν, δικαιολογημένα είναι μακρύτερα από αυτήν την εποχή. Ζητούμε λοιπόν, ένα χώρο να στεγάσουμε την πρόσφατη έστω ιστορία της πόλης μας, σ' ένα λαογραφικό μουσείο που τόσο μας λείπει. Το ζήτημα αυτό του Συλλόγου μας, είναι πάγιο, το επαναλαμβάνουμε εγγράφως και προφορικώς, σε κάθε ευκαιρία. Εμείς αναλαμβάνουμε τη δουλειά της συγκέντρωσης και κατάταξης του υλικού. Αναζητούμε το χώρο να στεγάσουμε τις μνήμες μας.
Τελειώνοντας ας ευχηθούμε :
Η Παλλήνη να διατηρήσει, ότι είναι δυνατόν από το χαρακτήρα της, τη μεγάλη της ιστορία και οι κάτοικοι της να ζουν ευτυχισμένοι, σ' αυτόν τον ιστορικό τόπο, που τόσο αγαπήσαμε.
ΚΩΣΤΑΣ ΡΟΜΠΟΤΗΣ
Πρώτος λοιπόν βασιλιάς της Παλλήνης κατά τη μυθολογία ήταν ο Παλλάς. Δεν ήταν ένας τυχαίος βασιλιάς ο Πάλλας, διότι ήταν αδελφός του πανίσχυρου Αιγέα του βασιλιά της Αθήνας και επομένως θείος του Θησέα, διάδοχου του θρόνου των Αθηνών. Όταν ο Θησέας πήγε στην Κρήτη να αντιμετωπίσει τον Μινώταυρο κανείς δεν ήλπιζε ότι θα γύριζε ζωντανός, επομένως ο Πάλλας πίστευε ότι αυτός θα ήταν ο επόμενος βασιλιάς της Αθήνας. Ο Θησέας όμως γύρισε και ο Αιγέας, από παρεξήγηση, ως γνωστόν, έπεσε στα νερά της θάλασσας και βάφτισε το Αιγαίο πέλαγος με τ' όνομά του. Ο Πάλλας που είχε πιστέψει ότι θα γινόταν βασιλιάς της Αθήνας δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την πραγματικότητα, γι' αυτό μαζί με τους πενήντα γιους του, τους Παλλαντίδες, πολέμησε τον Θησέα για να του πάρει το θρόνο, αλλά ο Θησέας τον νίκησε κι έτσι ο Πάλλας παρέμεινε άρχων της Παλλήνης, έδωσε το όνομα του στη πόλη μας κι έτσι έχουμε – Πάλλας (με δυο λάμδα) – Παλλήνη – Παλλάς Αθηνά – Ναός Παλληνίδος Αθηνάς – Παλάνα και με την παραφθορά , «Μπαλάνα». Όλα έχουν την ίδια ρίζα.
Ο συμπατριώτης μας, στρατηγός και επίτιμος πρόεδρος του Συλλόγου μας, κ. Ιωάννης Οικονόμου, έχει συγγράψει ένα αξιολογότατο ιστορικό βιβλίο, το μόνο που έχει κωδικοποιήσει την ιστορία της Παλλήνης, από αρχαιοτάτων μέχρι των τελευταίων χρόνων της. Έτσι εκεί μπορεί κανείς να βρει πολύτιμα στοιχεία για την πόλη μας με μεγάλη ακρίβεια, αφού ανατρέχει σε βιβλιογραφία 72 τουλάχιστον συγγραφέων (αρχαίων και νεωτέρων) και θεωρείται ένα επιστημονικό μοναδικό ντοκουμέντο. Ευχαριστούμε πολύ τον κ. Οικονόμου για τα 5-6 χρόνια που διέθεσε με πολύ ζήλο ανατρέχοντας σε βιβλιοθήκες και άλλες πηγές, ώστε να μας προσφέρει τόσο γλαφυρά την ταυτότητα της πόλης μας.
Μετά όμως από την προϊστορία και την μυθολογία ερχόμαστε σε ιστορικά πλέον γεγονότα, που έχουν τη σφραγίδα του Ηρόδοτου και άλλων αρχαίων ιστορικών.
Η πιθανότερη θέση που ήταν κτισμένη αυτή η πόλη, ευρίσκεται δυτικότερα από τη σημερινή και θα μπορούσαμε να τη σκεφτούμε μεταξύ Μπαλάνας, Σταυρού και Κάντζας. Ο ναός της Παλληνίδος Αθηνάς εντοπίζεται από τις τελευταίες ανασκαφές της Αττικής οδού, στην περιοχή του Σταυρού και μάλιστα κοντά στην οδό Κλεισθένους. Οι αρχαιολόγοι δικαιολογούν αυτήν τη θέση, διότι αποτελεί σταυροδρόμι μεταξύ Γαργηττού, Μενιδίου, Αθηνών, Μεσογείων, καθότι η Παλλήνη πάντα αποτελεί κόμβο όλων αυτών των περιοχών και σήμερα συμβαίνει το ίδιο, γι' αυτό και ο κατακερματισμός από τους μεγάλους δρόμους. Οι ανασκαφές για τη δημιουργία της Αττικής οδού και τα συνεργεία αρχαιολόγων που ακολούθησαν, επιβεβαιώνουν την αρχαιολογική αξία της περιοχής μας με ευρήματα και κτερίσματα, καθόλο το μήκος της δυτικής σημερινής Παλλήνης, εκεί δηλαδή που πιθανολογείται η θέση της αρχαίας πόλης και εξ όσων γνωρίζουμε, τα ευρήματα αυτά συσσωρεύθηκαν κατ' αρχήν στο εργοστάσιο του Καμπά και εν συνεχεία αποθηκεύτηκαν σε αποθήκες στον Πειραιά, με άγνωστη την τύχη τους. .
Το 425 π.Χ. ο Αριστοφάνης ανέβασε την κωμωδία του «Αχαρνής». Σ' ένα χορικό του αναφέρεται και στην Παλλήνη, όπου ο χορός σε μετάφραση λέει: "Εμπρός! αυτόν τον άνθρωπο στο χέρι πια να βάλουμε κι ως την Παλλήνη ας τρέξουμε να στήσουμε παγάνα"... κλπ.
Από την Παλλήνη ασφαλώς πέρασε ο Μαραθωνοδρόμος αγγελιοφόρος, όταν από τον Μαραθώνα έτρεξε στην Αθήνα το 490π.Χ να αναγγείλει το "νενικήκαμε".
Τον φανταζόμαστε να έχει κάνει μια στάση στη μεγάλη πόλη της διαδρομής του για να πιει δροσερό νεράκι από κάποιο πηγάδι κι έτσι οι Παλληνιώτες έμαθαν πριν από τους Αθηναίους το χαρμόσυνο γεγονός, ασφαλώς πανηγύρισαν και για τους πολεμιστές της Παλλήνης, που συμμετείχαν κι αυτοί στην ιστορική μάχη. Ως γνωστό σε ανάμνηση αυτής της διαδρομής έχει καθιερωθεί σαν βασικό αθλητικό αγώνισμα ο Μαραθώνιος, που όταν γίνεται στην κλασική του διαδρομή περνούν οι αθλητές, όλου του κόσμου από την πόλη μας.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι το 1896, (πους πρώτους σύγχρονους Ολυμπιακούς αγώνες, οι κάτοικοι είχαν φτιάξει ασπίδα για να υποδεχθούν τον πρώτο Μαραθωνοδρόμο που πέρασε από την Παλλήνη.
Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Αμεινίας ήταν Παλληνεύς. Μεγάλη η δόξα του Αμεινία. Πρόσωπο που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ιστορία. Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480π.Χ. ήταν αυτός που πρώτος εμβόλισε περσικό πλοίο κι έτσι άρχισε εκεί ο αγώνας.
Όπως είναι γνωστό υπήρχε αντιπαράθεση μεταξύ του Αθηναίου Θεμιστοκλή και του Πελοποννήσιου Ευρυβιάδη.
Ο Θεμιστοκλής επέμενε ότι μόνο σε κλειστό χώρο, όπως τα στενά της Σαλαμίνας μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον ισχυρότερο και πολυαριθμότερο περσικό στόλο, ώστε τα μεγάλα τους πλοία να εγκλωβιστούν σε χώρο που να μην τους επιτρέπει χειρισμούς, που οι ευέλικτες ελληνικές τριήρεις θα μπορούσαν να κάνουν. Να σκεφθούμε ότι οι Πέρσες είχαν χίλια τριακόσια περίπου μεγάλα πλοία ενώ οι Έλληνες τριακόσια μικρότερα. Η αντιπαράθεση λοιπόν στην ανοικτή θάλασσα, όπως υποστήριζε ο Ευρυβιάδης και μερικοί άλλοι, μόνον καταστροφή μπορούσε να φέρει.
Ενώ λοιπόν οι διαβουλεύσεις των αρχηγών γίνονταν με μεγάλη οξύτητα, μέχρι που ο Ευρυβιάδης σήκωσε το μπαστούνι του να κτυπήσει τον Θεμιστοκλή και ακούστηκε το ιστορικό: «πάταξον μεν, άκουσον δε» ο Αμεινίας «ως ο από μηχανής θεός» επιτίθεται και εμβολίζει ένα μεγάλο Περσικό με τέτοια ορμή που ήταν αδύνατο να το αποκολλήσουν κι έτσι με ένα ρεσάλτο ο Αμεινίας με το πλήρωμα του, κατέσφαξε το πολυάριθμο πλήρωμα των Περσών. Έτσι η ναυμαχία γίνεται πια στο χώρο που είχε επιλέξει ο Θεμιστοκλής και γενικεύεται .
Ο Παλληνεύς όμως Αμεινίας δε σταματά εδώ. Μεταπηδώντας και αναλαμβάνοντας τη διοίκηση άλλου πλοίου, εφορμά κατά της Περσικής ναυαρχίδας, όπου ο στόλαρχος Αριαβίγνης, αδελφός του Ξέρξη και γλιτώνει από την καταστροφή το Θεμιστοκλή, γιατί το πλοίο του Αριαβίγνη ήταν έτοιμο να εμβολίσει την τριήρη του Έλληνα στόλαρχου. Ο Αμεινίας πέφτει με τέτοια ορμή, που ο Αριαβίγνης εκτοξεύεται στη Θάλασσα και πνίγεται. Αρχίζει έτσι ο ενθουσιασμός των Ελλήνων και ο πανικός των Περσών. Και ο Αμεινίας ακάθεκτος κυνηγά την τρομερή βασίλισσα της Αλικαρνασσού, την Αρτεμισία, που πολεμούσε καλύτερα από τους άνδρες.
Είναι γνωστό ότι η ναυμαχία έκρινε τελικά την τύχη της Ελλάδος , αλλά και της Ευρώπης, διότι το πανίσχυρο Περσικό κράτος αν περνούσε τη δυνατή τότε Ελλάδα, δεν θα αντιμετώπιζε σπουδαία αντίσταση από τους ανύπαρκτους εκείνο τον καιρό Ευρωπαίους. Η σημασία λοιπόν του εγχειρήματος του Αμεινία ήταν σπουδαία και γι' αυτό ήταν ένας από τους τρεις ήρωες που τιμήθηκαν με το αριστείο ανδρείας σ' αυτήν τη σωτηρία ναυμαχία.
Για τα αρχαιότατα ευρήματα που κατά καιρούς έχουν ανακαλυφθεί στην Παλλήνη και που αρχίζουν από τους Μυκηναϊκούς χρόνους, αλλά και για διάφορα ιστορικά γεγονότα, όπως οι μάχες του Πεισίστρατου και των παιδιών του που έγιναν στη περιοχή μας, πρέπει να αφιερώσουμε αρκετές σελίδες. Απλώς θα αναφέρουμε ότι σε ανάμνηση της νίκης του Πεισίστρατου και των Πεισιστρατίδων (Ιππίας και Ίππαρχος) πιθανολογείται ότι εστήθη ο λέων που και σήμερα μετά από δύο χιλιάδες πεντακόσια χρόνια υπάρχει στην Κάντζα. Εμείς όμως κάνουμε μια απλή περίληψη, ώστε να ασχοληθούμε και με τους νεώτερους χρόνους.
Μετά λοιπόν τα ένδοξα αρχαία χρόνια, η Παλλήνη ακολούθησε την τύχη της Ελλάδος, με τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία να κατακυριεύει όλους τούς χώρους της πατρίδος μας, που βεβαία ακολουθεί το Βυζάντιο, αλλά και η κατοχή από τους Ενετούς-Φλωρεντινούς και άλλους Ιταλικούς λαούς. Η Παλλήνη την εποχή αυτή είναι σχεδόν ανύπαρκτη, έναντι των όμορων δήμων της περιοχής μας, που αποτελούν συγκροτημένα χωριά .
Αυτό όπως θα δούμε έχει την σημασία του.
Ο Κώστας Μπίρης έχει συγγράψει ένα ογκώδες βιβλίο, που ονομάζεται «ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ» (Οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού). Υπήρχε η εντύπωση ότι τους Αλβανούς τους έφεραν οι Τούρκοι στην Ελλάδα , για να επιτηρήσουν τα κατεχόμενα. Δεν είναι όμως έτσι. Τους Αλβανούς τους έφεραν οι Ενετοί , οι Φλωρεντινοί, αλλά και οι Βυζαντινοί, διότι οι Αλβανοί ήταν επαγγελματίες πολεμιστές , μισθοφόροι δηλαδή και τους έφεραν για να αστυνομεύουν τα κεκτημένα τους.
Όταν με την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 οι Τούρκοι εισέβαλαν και στην υπόλοιπη Ελλάδα, αυτοί που κυρίως εμάχοντο κατά των Τούρκων εισβολέων, ήταν οι Αλβανοί, γιατί αυτοί αποτελούσαν και τον οργανωμένο στρατό. Όλα αυτά τα στρατεύματα που κατά καιρούς ήλθαν σε περιοχές της Ελλάδος, μεταξύ αυτών και στην Αττική, ή έφεραν και τις οικογένειες τους, ή δημιούργησαν εδώ οικογένειες. Ασφαλώς πήραν πολλά από τον πολιτισμό των Ελλήνων, αλλά άφησαν κι αυτοί πολλά στοιχεία, όπως τη γλώσσα τους. Η ανέχεια και η αγραμματοσύνη που επικρατούσε τότε, λόγω συνεχών αιώνων κατοχής, έκαναν πολλούς Έλληνες να χρησιμοποιούν την απλή Αλβανική γλώσσα, με κάποια παραφθορά, έναντι της γλαφυρής και με επιστημονική ακρίβεια Ελληνικής γλώσσας.
Έχουμε λοιπόν τα «Αρβανίτικα».Η Παλλήνη την εποχή αυτή σχεδόν δεν έχει κατοίκους. Τα υπόλοιπα γειτονικά χωριά, που ήταν κατοικημένα αναμείχθηκαν με τους Αλβανούς και να λοιπόν οι Αρβανίτες. Οι παλιότεροι θυμόμαστε προπολεμικά, ηλικιωμένους ομόρων δήμων που δεν μιλούσαν Ελληνικά, παρά μόνο Αρβανίτικα.
Έκτοτε η Παλλήνη λειτουργεί σαν μεγάλο τσιφλίκι.
Το πιθανότερο είναι, ότι επί τουρκοκρατίας, κάποιος Harvat μπέης κατείχε το τεράστιο τσιφλίκι της Παλλήνης και μάλιστα παίρνει και το όνομα του, γι' αυτό το χωριό το ξέρουμε σαν Χαρβάτι και ξεχνιέται το πραγματικό όνομα του Ιστορικού τόπου.
Εδώ, όμως συμβαίνουν περίεργα πράγματα. Ενώ όλοι νόμιζαν ότι με την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό, τα κτήματα θα έρχονταν οτα χέρια των Ελλήνων εργατών, που σαν σκλάβοι τα καλλιεργούσαν, με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1830 οι ιδιοκτησίες των Τούρκων παραμένουν δικές τους για μερικά χρόνια και έτσι μπορούν να τα πουλήσουν σε μεγάλους αγοραστές. Διάφοροι αγοραστές παρήλασαν, οι οποίοι με εξευτελιστικές τιμές αγόραζαν και πουλούσαν το τσιφλίκι, με τους κολίγες μαζί.
Ιδιοκτησία λοιπόν των αφεντάδων και οι εργαζόμενοι σκλάβοι. Πολλοί όπως είπαμε οι ιδιοκτήτες που παρήλασαν. Σταματούμε όμως στον Γάλλο πρόξενο Αλέξανδρο Λουδοβίκο Ντε Ρουζού. Το 1845 ο Ρουζού έκτισε ένα λαμπρό κτίριο(στη θέση που σήμερα βρίσκεται ο Ιερός Ναός του Αγίου Τρύφωνος) και το χρησιμοποιούσε σαν κατοικία του, με πολύ προσωπικό, στάβλους, κτιστό νερόμυλο που εφοδίαζε με νερό το μέγαρο. Αυτός ο μόλος είναι σήμερα το μόνο κτίσμα που απέμεινε από τις εγκαταστάσεις του κτιρίου.
Το 1900 το κτίριο καταστράφηκε από φωτιά, που προήλθε από τα υπόγεια μαγειρεία και έκτοτε δεν επανήλθε οτην αρχική του μορφή. Εμείς οι Παλληνιώτες το θυμόμαστε ημικατεστραμμένο και το ονομάζαμε «το παλάτι» .Εκτός από το μύλο, εμείς προφτάσαμε το σπίτι του επιστάτη του κτήματος, πλησίον του υπάρχοντος ευτυχώς περιστερώνα, ένα διώροφο κτίριο που χρησιμοποιήθηκε σαν κατοικία των μετέπειτα τσιφλικάδων, αφού το παλάτι είχε καταστραφεί.
Αυτό το διώροφο κτίριο έγινε κατοικία του τελευταίου φεουδάρχη, του Καλλιφρονά, αλλά και των μετέπειτα αγοραστών, Μεϊντάνη και Τάνες.
Επίσης υπήρχαν τέσσερις σειρές ταπεινών, χαμηλών και συνεχόμενων οικισμών, όπου έμεναν οι κολίγες και στέγαζαν τη φτώχεια τους. Εν τω μεταξύ το 1874 το κτήμα αγοράζεται από τον Θεοφιλάτο, ο οποίος το κρατά τριάντα χρόνια μέχρι το θάνατο του, τιμή αγοράς διακόσιες είκοσι έξι χιλιάδες δραχμές. Μετά το Θεοφιλάτο ιδιοκτήτης είναι ο Καλλιφρονάς. Το αγόρασε το 1904 εξακόσιες πενήντα χιλιάδες δραχμές και είναι ο τελευταίος τσιφλικάς.
Οι κολίγες ήταν άνθρωποι από διάφορες περιοχές της χώρας, που κατέφευγαν για να βρουν εργασία. Γι' αυτό στην Παλλήνη υπήρχε πάντα ένα χάνι (Μοτέλ), που φιλοξενούσε τους διερχόμενους, αλλά κι αυτούς που διέμεναν πολύ λίγο εδώ. Το κτίριο αυτό είναι το σημερινό Δημοτικό Μέγαρο. Η ιδιαιτερότητα της Παλλήνης λοιπόν ήταν ,ότι σ' αυτόν τον τόπο την εποχή των Αρβανιτών δεν υπήρχαν μόνιμοι κάτοικοι, να δεχθούν τον επηρεασμό των Αλβανών, γι' αυτό και στο Χαρβάτι λίγοι μιλούσαν Αρβανίτικα κι αυτοί τα είχαν φέρει από τις πατρίδες τους, αν χρησιμοποιείτο εκεί η Αρβανίτικη γλώσσα.
Την Παλλήνη όμως, το Χαρβάτι θα λέγαμε καλύτερα, αυτήν τη εποχή συντάραξε ένα συγκλονιστικό γεγονός.
Το 1913 άρχισε να εφαρμόζεται ο νόμος 1072 για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Υπήρχαν οι λεγόμενοι κολίγες εμφυτευτές. Αυτοί λοιπόν είχαν φυτεύσει στα κτήματα του τσιφλικιού δικά τους αμπέλια, ελιές ή άλλα δένδρα και κρατούσαν ένα μέρος του καρπού, ενώ ένα άλλο μέρος παρέδιδαν στο αφενιικό. Η αναλογία ήταν 1/3 στον εμφυτευτή και 2/3 στον τσιφλικά. Οι εμφυτευτές αυτοί το 1917-1918 δημιούργησαν αμπελουργικό συνεται-ρισμό, που όπως γράφει ο Γιάννης Κορδάτος, ήταν ο πρώτος συνεταιρισμός της Αττικής. Ο συνεταιρισμός αυτός αποτελεί τον πρώτο πυρήνα της ιδιοκτησίας .
Ο αέρας της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας άρχισε να πνέει και ξεκίνησε ο αγώνας της απαλλοτρίωσης . Ήδη και με τους αγώνες των Θεσσαλών, τις θυσίας του ΚΙΛΕΛΕΡ και ότι συνέβαινε κι εκεί, εφαίνετο ξεκάθαρα ότι το φεουδαρχικό σύστημα στην Ελλάδα κατέρρεε ολοταχώς, παραχωρώντας τη θέση του στο Καπιταλιστικό σύστημα. Έτσι το 1923, μετά από πολλές αντιπαραθέσεις με τον φεουδάρχη και σκληρές προσπάθειες επί κυβερνήσεως Ελ. Βενιζέλου , εδόθησαν στους κολίγες οι προσωρινοί τίτλοι ιδιοκτησίας. Τα οριστικά παραχωρητήρια απεκτήθησαν το 1953. Οι κληρούχοι ήταν σαράντα οκτώ φυσικά πρόσωπα και ανά έναν κλήρο πήρε η εκκλησία και το Δημοτικό Σχολείο Παλλήνης. Επίσης μικροί κλήροι των έντεκα περίπου στρεμμάτων εδόθησαν σε επαγγελματίες που ευρέθηκαν κατά την απαλλοτρίωση στην Παλλήνη ενώ οι κανονικοί κληρούχοι έλαβαν κλήρους των εκατόν εξήντα περίπου στρεμμάτων.
Όλα αυτά βεβαίως δεν έγιναν αυτομάτως βάσει του Νόμου 1072. Οι τσιφλικάδες αντέδρασαν πολύ σκληρά με όλα τα πολιτικά και κοινωνικά μέσα που τους έδινε η υψηλή κοινωνική τους θέση και μόνο η αποφασισιική θέληση του Βενιζέλου έσωσε την κατάσταση. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Καλλιφρονάς, φοβούμενος τα χειρότερα, έσπευσε να πουλήσει, ότι μπορούσε και κυρίως το εναπομένον 1/3 του τσιφλικιού, για το οποίο πρόθυμοι αγοραστές από το Λιόπεσι, τη σημερινή Παιανία, θέλησαν να αγοράσουν σε τιμή ευκαιρίας.
Η αντίδραση των κολίγων ήταν έντονη και η αντιπαράθεση έφθασε σε ένοπλη αναμέτρηση, έτσι που την άνοιξη του 1929, το Χαρβάτι θρήνησε την απώλεια δύο νέων κοριτσιών, της Ειρήνης Πράπα και της Φανής Σιδεριά. Στη θέση Χούντα της περιοχής Αγ. Αθανασίου, όπου έγινε το φονικό, οι εκσκαφές της Αττικής Οδού έφεραν στην επιφάνεια μαρμάρινη στήλη με τα ονόματα τους.
Και τα χρόνια περνούν. Μετά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και τους Βαλκανικούς πολέμους, όπου οι περισσότεροι από τους γονείς μας αγωνίσθηκαν για την απελευθέρωση και τον διπλασιασμό της Ελλάδος, ήλθε ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος, όπου η Παλλήνη και πάλι συνεισέφερε αίμα των παιδιών της, στον κοινό αγώνα κατά του φασισμού. Θύματα υπήρξαν στρατευμένα παιδιά αλλά και πολίτες.
Να δούμε όμως την τύχη του υπόλοιπου κτήματος του Καλλιφρονά, αυτό δηλαδή που δεν απαλλοτριώθηκε και δεν πουλήθηκε σε τρίτους. Το κομμάτι αυτό μεταβιβάσθηκε από τον Καλλιφρονά σιον Μεϊντάνη, που αρκετοί από μας τον θυμόμασιε και το 1939 από τον Μεϊντάνη στους αδερφούς Τάνες αντί πέντε εκατομμυρίων δραχμών.
Σήμερα αποτελεί την οικοδομημένη περιοχή Τάνες, που ανήκει σε πολλούς ιδιοκτήτες και είναι το νοτιοδυτικό τμήμα της πόλης μας. Αυτή, αγαπητοί μου, είναι με λίγα λόγια η μεγάλη ιστορία της Παλλήνης, που ξεκινάει από τη μυθολογία και φτάνει μέχρι και τον προηγούμενο αιώνα. Όμως μετά την καταγεγραμμένη ιστορία της, εμείς οι παλαιότεροι έχουμε μνήμες, μνήμες προσωπικές, αλλά και ζωντανές ακόμη διηγήσεις των γονιών μας και αυτές γράφουν τη συνέχεια της Ισιορίας. Θυμόμαστε λοιπόν τους γονείς μας να λένε ότι το δάσος της Πεντέλης, πυκνό από πεύκα και άλλα δέντρα και θάμνους, έφτανε μέχρι την Λ. Μαραθώνος. Αργότερα κάηκε από μεγάλη φωτιά. Τους χειμωνιάτικους μήνες άκουγαν λύκους και τσακάλια να φωνάζουν, πλησιάζοντας τα λίγα σπίτια του χωριού.
Προ του πολέμου, ο μικρός και μισοκατεστραμμένος δρόμος της οδού Μαραθώνος, είχε τόσο μικρή κίνηση από αυτοκίνητα, που τα παιδιά του χωριού πήγαιναν στις δέκα το πρωί για να δούνε κάποιο αυτοκίνητο που περνούσε αυτήν την ώρα. Το είδος ήταν σπάνιο, τους έκανε εντύπωση και το θαυμάζανε.
Η απογραφή της Παλλήνης πολύ παλιά κατέγραφε είκοσι πέντε οικογένειες, άτομα εκατό. Το 1927 πεντακοσίους δύο κατοίκους, το 1951 εννιακόσιους δύο κατοίκους και το 1971 δύο χιλιάδες τετρακόσιους πενήντα περίπου.
Η εξέλιξη, όπως παντού εκάλπασε. Άλλαξε τους ρυθμούς, ζούμε μία διαφορετική εποχή και το παλιό μας χωριό ξεχνιέται. Ο Σύλλογός μας κάνει την πρόταση και μπορεί να συλλέξει παλιά αντικείμενα, έγγραφα, φωτογραφίες και στοιχεία που αξίζει να περισωθούν, όσο ακόμη η δική μας γενιά βρίσκεται κοντά σ' αυτά που φεύγουν και χάνονται. Οι γενιές που ακολουθούν, δικαιολογημένα είναι μακρύτερα από αυτήν την εποχή. Ζητούμε λοιπόν, ένα χώρο να στεγάσουμε την πρόσφατη έστω ιστορία της πόλης μας, σ' ένα λαογραφικό μουσείο που τόσο μας λείπει. Το ζήτημα αυτό του Συλλόγου μας, είναι πάγιο, το επαναλαμβάνουμε εγγράφως και προφορικώς, σε κάθε ευκαιρία. Εμείς αναλαμβάνουμε τη δουλειά της συγκέντρωσης και κατάταξης του υλικού. Αναζητούμε το χώρο να στεγάσουμε τις μνήμες μας.
Τελειώνοντας ας ευχηθούμε :
Η Παλλήνη να διατηρήσει, ότι είναι δυνατόν από το χαρακτήρα της, τη μεγάλη της ιστορία και οι κάτοικοι της να ζουν ευτυχισμένοι, σ' αυτόν τον ιστορικό τόπο, που τόσο αγαπήσαμε.
ΚΩΣΤΑΣ ΡΟΜΠΟΤΗΣ